κρυπτεύω

κρυπτεύω
κρυπτεύω (Α) [κρυπτός]
1. (μτβ.) κρύβω
2. (αμτβ.) κρύβομαι, κρύβω τον εαυτό μου, μένω κρυμμένος
3. παθ. κρυπτεύομαι
ενεδρεύομαι, μού στήνουν ενέδρα, παγίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρυπτεύω — hide oneself pres subj act 1st sg κρυπτεύω hide oneself pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτεύουσι — κρυπτεύω hide oneself pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κρυπτεύω hide oneself pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτεύειν — κρυπτεύω hide oneself pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτεύομαι — κρυπτεύω hide oneself pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτεία — Αστυνομικό σώμα της αρχαίας Σπάρτης. Κύρια αποστολή του ήταν ο έλεγχος των ειλώτων και είχε θεσπιστεί με νόμο από τον Λυκούργο. Η υπηρεσία αυτή επανδρωνόταν σε ετήσια βάση από νεαρούς Σπαρτιάτες, οι οποίοι διορίζονταν από τους έφορους. Οι νέοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”